εὐηνέμους

εὐηνέμους
εὐήνεμος
well as to the winds
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευήνεμος — η, ο (ΑΜ εὐήνεμος, ον Α και δωρ. τ. εὐάνεμος, ον) (για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο απάνεμος («λιμένας ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.) αρχ. 1. ο εκτεθειμένος στον άνεμο 2. (για ταξίδι) με ευνοϊκό άνεμο («πλόος εὐάνεμος») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”